αποχρεμπτικός

αποχρεμπτικός
-ή, ό
αυτός που διευκολύνει την απόχρεμψη*.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • αποχρεμπτικός — ή, ό αυτός που συντελεί στην απόχρεμψη, στο να βγάζει κανείς φλέγματα: Του σύστησαν να παίρνει ένα αποχρεμπτικό φάρμακο …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”